Τα παιδιά μέσα από την οικογένειά τους, τον κυρίαρχο φορέα κοινωνικοποίησης, αποκτούν την ταυτότητα του φύλου τους μέσω της μίμησης ζωντανών όπως είναι οι γονείς και τα αδέρφια, ή συμβολικών προτύπων όπως είναι η χρήση γλώσσας ή τα παιχνίδια. Τα παιδιά από την ηλικία των 3 ετών είναι σε θέση όχι μόνο κατηγοριοποιούν τα άτομα με βάση το φύλο τους, αλλά και να αποδίδουν συγκεκριμένα αντικείμενα και δραστηριότητες σε άνδρες ή σε γυναίκες. Το σχολείο ως ο δεύτερος παράγοντας κοινωνικοποίησης των παιδιών, μπορεί να τα βοηθήσει να αναγνωρίσουν και να αμφισβητήσουν τα στερεότυπα που αντιπροσωπεύουν τη λανθασμένη, μονομερή και άκαμπτη γνώση των ατόμων για τις κοινωνικές ομάδες και να συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας υγιούς προσωπικότητας κι ενός μελλοντικού ενεργού πολίτη.
Η υλοποίηση των διδακτικών ενοτήτων επιβεβαίωσε ότι τα παιδιά φτάνουν στο νηπιαγωγείο με τα έμφυλα στερεότυπα δομημένα σε αρχικό στάδιο μέσα τους. Παρατηρήθηκε ότι περισσότερο τα αγόρια ακολουθούν συμπεριφορές που θεωρούνται περισσότερο κοινωνικά αποδεκτές για το φύλο τους, σε σχέση με τα κορίτσια. Μέσα από τη συμμετοχή στις δραστηριότητες τα παιδιά είδαν «τον άλλο» όχι ως εμπόδιο ή απειλή, αλλά ως πλεονέκτημα που οδηγεί στην αναγνώριση και αποδοχή του άλλου ως συνεργάτη και συνοδοιπόρου.
Η υλοποίηση των δραστηριοτήτων μέσα σε ένα περιβάλλον αποδοχής και ασφάλειας, επέτρεψε στα παιδιά να αναπτύξουν και να εκφράσουν τις ιδέες τους, ενώ παράλληλα έμαθε να δέχεται ότι υπάρχουν διαφορετικές θέσεις και απόψεις. Το περιβάλλον αποδοχής ενίσχυσε την προσπάθεια των παιδιών να σκέφτονται έξω από τα στερεότυπα χωρίς φόβο να γελοιοποιούνται και να απορρίπτονται Τα παιδιά ενθαρρύνθηκαν να ακούσουν το ένα το άλλο και να προβληματιστούν μαζί. Η διαδικασία αυτή ενίσχυσε την προσωπική και κοινωνική ανάπτυξή τους, καθώς άρχισαν να αντιλαμβάνονται και να κατανοούν τα συναισθήματα και τις απόψεις των άλλων, να επικοινωνούν και να συνεργάζονται με τους άλλους να μοιράζονται ιστορίες από την καθημερινή τους ζωή. Οι δραστηριότητες ενσωμάτωσαν την μέχρι τώρα φυσική, γνωστική και συναισθηματική εμπειρία του κάθε παιδιού, γεγονός που ενίσχυσε την ανάπτυξη της προσωπικής του ταυτότητας και αυτονομίας και το βοήθησε να προσαρμόσει τις νέες γνώσεις στην πραγματικότητά του.
Οι θεματικές που δυσκόλεψαν αρκετά τα παιδιά ήταν οι σχέσεις εξουσίας στην οικογένεια, η σχέση ίσης αξίας αμοιβή για εργασία ίσης αξίας, ενώ αναγνώρισαν εύκολα τον κίνδυνο και την πηγή του αναφορικά με τον ήρωα. Από τις δραστηριότητες που χρησιμοποίησαν οι εκπαιδευτικοί στο χρονικό διάστημα που παρεμβαλλόταν μεταξύ των ενοτήτων, η δραστηριότητα που άρεσε πολύ στα παιδιά ήταν δανεισμένη από το εκπαιδευτικό δράμα: τομή στο χρόνο ή αλλιώς παγωμένες εικόνες, γιατί φάνηκε να λειτουργεί απελευθερωτικά στα παιδιά και τους έδινε δυνατότητα να εκφράσουν συναισθήματα –θετικά ή αρνητικά- καθώς υποδύονταν κάποιον άλλον. Στην πλειοψηφία τους τα παιδιά επέλεγαν να αναπαραστήσουν σκηνές όπου οι ήρωες κινδύνευαν και στη συνέχεια εντόπιζαν και την πηγή του κινδύνου.
Αν και ζούμε στην εποχή της γρήγορης τεχνολογικής εξέλιξης και στην παντοδυναμία της εικόνας, τα παραμύθια εξακολουθούν να ενθουσιάζουν τα παιδιά, καθώς τα βοηθούν να αντιληφθούν τον κόσμο γύρω τους με ένα τρόπο συμβολικό και «παιχνιδιάρικο». Προσφέρουν ένα «μαξιλάρι» ασφάλειας που δίνει το χώρο να τεθούν περίπλοκα θέματα -όπως η βία, οι έμφυλες διακρίσεις- θέματα που θα συναντήσουν τα παιδιά μεγαλώνοντας. Οι ήρωες των παραμυθιών είναι ο «καθοδηγητής», ο οδηγός των παιδιών στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες και να επιλύσουν τις συγκρούσεις, στην προσπάθειά τους να αποδέχονται τα συναισθήματα τους και να ελέγχουν τον τρόπο έκφρασης τους, να σέβονται τους άλλους και τους κανόνες της ομάδας.
«Αν δεν επιτραπεί σε ένα παιδί να μπει στο χώρο του φανταστικού, δεν θα μπορέσει ποτέ να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα. Η ανάγκη ενός παιδιού για ιστορίες είναι τόσο βασική, όσο και η ανάγκη του για φαγητό, και εκδηλώνεται όπως ακριβώς και η πείνα. ''Πες μου μια ιστορία, μπαμπά, σε παρακαλώ.'' Και τότε ο πατέρας κάθεται και λέει μια ιστορία στον γιο του. Ή αλλιώς ξαπλώνει στο σκοτάδι πλάι του, οι δυο τους στο κρεβάτι του παιδιού κι αρχίζει να μιλά, σαν να μην είχε απομείνει τίποτα στον κόσμο πέρα από τη φωνή του, λέγοντας μέσα στο σκοτάδι μια ιστορία στον γιο του. Συχνά είναι ένα παραμύθι ή μια περιπετειώδης ιστορία. Συχνά όμως δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα απλό άλμα στο φανταστικό». Πωλ Όστερ, Απόσπασμα από το βιβλίο: Η ΕΠΙΝΟΗΣΗ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ |